αθίβολος

αθίβολος
και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το
1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα
2. μτφ. αυτό που μπορεί να συμβεί κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο
παροιμ. «σού δίνει η μοίρα ανθίβολο και καταπώς τόν ρίξεις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφίβολος, με ανομοίωση, λόγω τού ακολουθούντος συνεχόμενου χειλικού συμφώνου β (πρβλ. αθιβάλλω) αρχ. ἀμφίβολος*.
ΠΑΡ. αθιβολεύω (Ι), αθιβολιά, αθιβολιάρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθιβολιά — η [αθίβολος] 1. το ρίξιμο τού αθίβολου στη θάλασσα 2. αυτό που περιέχει ο αθίβολος, όταν ανασύρεται από τη θάλασσα …   Dictionary of Greek

  • αθιβολεύω — (I) ψαρεύω με αθίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. αθίβολος. ΠΑΡ. αθιβόλεμα]. (II) [αθιβολή] αθιβάλλω …   Dictionary of Greek

  • αθιβολιάρης — ο [αθίβολος] αυτός που ψαρεύει με τον αθίβολο …   Dictionary of Greek

  • αμφίβληστρον — ἀμφίβληστρον, το (Α) 1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ 2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος 3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”